- κινδυνευταί
- κινδῡνευταί , κινδυνευτήςventuresome personmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κινδυνευτής — ακινδυνευτής, ὁ (Α) [κινδυνεύω] ο ριψοκίνδυνος και παράτολμος άνθρωπος («παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταί», Θουκ.) … Dictionary of Greek